Κανονικό Δίκαιο
Αγαπητέ Κύριε,
Μας ζήτησαν κατά καιρούς τη συμβουλή μας σχετικά με την Κανονιστική θέση των Ρωμαιοκαθολικών που αντιμετωπίζουν εχθρότητα από τους ιερείς της ενορίας τους ή τους επισκόπους για τις διδασκαλίες και τα γραπτά της Ελληνορθόδοξης ενορατικής Βασούλας Ρύντεν.
Η ουσία είναι ότι η Εκκλησία ποτέ δεν δήλωσε ότι τα γραπτά της Βασούλας είναι ενάντια στη διδασκαλία της Εκκλησίας. Στις δημόσιες δηλώσεις του, ο Πρόεδρος της Συνόδου υπέρ της Πίστεως (Καρδινάλιος Ράτσινγκερ) απέφυγε προσεκτικά να πει ότι υπάρχει κάτι αιρετικό ή εσφαλμένο στα μηνύματα της Βασούλας. Ο Καρδινάλιος όχι μόνο δεν επέκρινε τη διδασκαλία της, αλλά και είπε στους Βραζιλιάνους επισκόπους, για παράδειγμα, ότι μπορούν να συνεχίσουν να προωθούν τα γραπτά της Βασούλας με διάκριση. Είπε επίσης ότι οι πιστοί μπορούν να συνεχίσουν να βλέπουν τα γραπτά της με συνετή ματιά, διατηρώντας μια διακριτική στάση. Το 1998, ο Άγιος Πατέρας είπε, όταν του έδωσαν το τελευταίο βιβλίο της, «Ο Θεός να την ευλογεί». Το κεντρικό θέμα των μηνυμάτων της Βασούλας (η ανάκτηση της Ενότητας μεταξύ των Χριστιανών) ενισχύει τις ακούραστες προσπάθειες του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ προς τη Χριστιανική Ενότητα.
Τα σχετικά άρθρα του Κανονικού Δικαίου είναι τα εξής: -
(i) Το καθήκον αναζήτησης της αλήθειας - Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα έγγραφα της Β΄ Βατικανής Συνόδου ήταν η Διακήρυξη της Θρησκευτικής Ελευθερίας (Dignitatis Humanae). Το παρακάτω απόσπασμα βρίσκεται στην παράγραφο 2:
"«Είναι σύμφωνο με την αξιοπρέπειά τους ως πρόσωπα – δηλαδή ότι είναι προικισμένοι με λογική κι ελεύθερη βούληση, και επομένως με το προνόμιο να φέρουν ατομική ευθύνη – όλοι οι άνθρωποι ταυτοχρόνως να ωθούνται εκ φύσεως και να δεσμεύονται από ηθική υποχρέωση στην αναζήτηση της αλήθειας, ειδικά της θρησκευτικής αλήθειας. Επίσης, δεσμεύονται να εμμένουν στην αλήθεια, από τη στιγμή που γίνεται γνωστή, και να ρυθμίζουν όλη τη ζωή τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αλήθειας».
Και στην παράγραφο 3:
"«Ως εκ τούτου κάθε άνθρωπος έχει το καθήκον και επομένως το δικαίωμα να αναζητήσει την αλήθεια σε θέματα θρησκευτικά, για να μπορεί με σύνεση να διαμορφώσει μόνος του ορθές και αληθινές κρίσεις κατά συνείδηση, χρησιμοποιώντας όλα τα κατάλληλα μέσα».
Αυτές οι αρχές ενέπνευσαν τον Κανόνα 748, ο οποίος υποχρεώνει όλους τους ανθρώπους να επιζητούν την αλήθεια και αφού τη διακρίνουν, να αποδεχθούν την υποχρέωση που επιβάλλεται από τον θείο νόμο να την τηρήσουν. Ο Κανόνας συνεχίζει και κατοχυρώνει τη συνείδηση και την ασφάλεια από καταναγκασμό αναφορικά με την καθολική πίστη. Είναι ευρύτατα παραδεκτό ότι αυτός ο Κανόνας περικλείει τη στάση της Διακήρυξης για τη Θρησκευτική Ελευθερία και νομιμοποιεί την αντίληψη ότι η Αλήθεια εξ αποκαλύψεως είναι μία εξελισσόμενη έννοια, και όχι κάτι που κατέχει η ιεραρχία σε μία πάγια κατάσταση.
(ii) Τα δικαιώματα των πιστών - Είναι μια θεμελιώδης θεολογική αλήθεια που εκφράζεται με τη νομική γλώσσα του Κανόνα 204, ότι όλοι οι πιστοί Χριστιανοί που ενσωματώνονται με τον Χριστό μέσω του Βαπτίσματος μετέχουν στην αποστολή της Εκκλησίας, συμμετέχοντας το ιερατικό, προφητικό και ηγεμονικό λειτούργημα του Χριστού με τον δικό τους τρόπο. Μετά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο (Lumen Gentium, παράγραφος 10), αυτός ο Νόμος αναιρεί την παλιά εντύπωση ότι μόνο στην ιεραρχία έχει ανατεθεί η αποστολή του Χριστού, και ο Κώδικας του Κανονικού Δικαίου ευκρινώς παρουσιάζει τον ρόλο όλων των χριστιανών στην αποστολή της Εκκλησίας, ειδικά των λαϊκών.
(iii) Το δικαίωμα έκφρασης της γνώμης – Ενώ οι πιστοί Χριστιανοί πρέπει να ακολουθούν την διδασκαλία της πίστης όπως καθορίζεται από τους ηγέτες της Εκκλησίας (Κανόνας 212.1), τους δίνεται ένα συγκεκριμένο δικαίωμα και ορισμένες φορές ακόμα και καθήκον να κοινοποιούν τη γνώμη τους σε θέματα σχετικά με το όφελος της Εκκλησίας στους Επισκόπους τους και τους άλλους πιστούς Χριστιανούς (Κανόνας 212.3) και ο Κώδικας του Κανονικού Δικαίου διακηρύττει ότι η Εκκλησία πρέπει να περιφρουρεί, να ερμηνεύει την εξ αποκαλύψεως αλήθεια και να κηρύττει το Ευαγγέλιο, αλλά πάλι μετά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο (Lumen Gentium, παράγραφοι 12, 31, 35) όλος ο λαός του Θεού συμμετέχει στο προφητικό και διδακτικό λειτούργημα του Χριστού, όχι μόνο η ιεραρχία ή ο κλήρος (Κανόνας 747).
(iv) Το Οικουμενικό Καθήκον – Ο Κανόνας 755 αναγνωρίζει ότι η Εκκλησία δεσμεύεται από το θέλημα του Χριστού (η ισχυρότερη εντολή που είναι γνωστή στους χριστιανούς) να προωθεί την ενότητα. Το Κολλέγιο των Επισκόπων και η Αγία Έδρα πρέπει να κατευθύνουν τη συμμετοχή των Καθολικών στην Οικουμενική Κίνηση και οι Επίσκοποι πρέπει να κάνουν το ίδιο στις Εκκλησίες που τους έχουν εμπιστευθεί. Αυτός ο Κανόνας, που φυσικά έχει τις ρίζες του σε ένα Έγγραφο της Β΄ Βατικανής Συνόδου (Διάταξη περί Οικουμενισμού), διατυπώνεται με πολύ θετικό τρόπο «να προωθήσει … την οικουμενική κίνηση, της οποίας σκοπός είναι η αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ όλων των χριστιανών». Στο δεύτερο μέρος, προτρέπει τους τοπικούς Επισκόπους να προωθούν τη χριστιανική ενότητα και να καθιερώνουν κατευθυντήριες γραμμές προς αυτόν τον σκοπό. Δεδομένου ότι αυτή είναι η ενότητα για την οποία ο Χριστός προσευχήθηκε ο ίδιος (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο 17) είναι δύσκολο να υποτιμήσουμε τη σπουδαιότητα αυτών καθηκόντων του κανόνα.
Έπεται ότι οι κληρικοί δεν θα πρέπει να προσπαθούν να εμποδίσουν τα μέλη των καθολικών πιστών να επιτελέσουν το καθήκον αναζήτησης της αλήθειας, έχοντας υπόψη ότι δε χρειάζεται εκκλησιαστική έγκριση για να παρευρεθούν στις συνάξεις της Βασούλας (στο κάτω-κάτω είναι Ελληνορθόδοξη). Δεν θα πρέπει να υπονομεύουν τα δικαιώματα των λαϊκών να δίνουν τη γνώμη τους σε σημαντικά θέματα που επηρεάζουν την Εκκλησία και δικαίωμα τους να μετέχουν στην αποστολή της Εκκλησίας. Έχουν πραγματικά καθήκον να βοηθήσουν στην προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας, όπως μας παρήγγειλε ο ίδιος ο Χριστός και είχε σαφώς εκτεθεί στον Κανόνα 755.
Μετά τιμής,
ANTHONY W JEREMY
|