Οι Απαντήσεις της Βασούλας στη Σύνοδο υπέρ της Πίστεως (CDF) δια μέσου του π. Prospero Grech
Ερώτηση 1η: Σχέσεις μεταξύ Αληθινής εν Θεώ Ζωής και Αποκάλυψης.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι, τόσο για τους Καθολικούς όσο και για τους Ορθοδόξους, υπάρχει μόνο μία Αποκάλυψη, αυτή του Θεού εν Χριστώ Ιησού, που περιλαμβάνεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Στην Καθολική Εκκλησία, ακόμη και αποδεκτές «προσωπικές αποκαλύψεις», όπως στην Λούρδη ή στην Φάτιμα, μολονότι λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν, εν τούτοις δεν αποτελούν στοιχεία πίστεως. Ως εκ τούτου, κατά ποίαν έννοια θεωρείτε τα γραπτά σας ως αποκαλύψεις και με ποιον τρόπο πρέπει να γίνουν αποδεκτά από τους ακροατές και αναγνώστες σας;
Δεν πήρα ποτέ μαθήματα κατήχησης - πόσο μάλλον θεολογίας - ούτε γνώριζα τις λεπτές θεολογικές διαφορές, όπως αυτές που αναφέρατε προηγουμένως, στην αρχή της κλήσης μου και της μεταστροφής μου. Διδάχθηκα αυτές τις διαφορές βαθμιαία, με την ευγενική καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Στην αρχή αυτής της κλήσης, ήμουν πολύ μπερδεμένη και, αρχικά, όταν μου φανερώθηκε ο άγγελός μου, είπα: «Μα δεν μπορώ να καταλάβω. Έχουμε την Αγία Γραφή, γιατί χρειαζόμαστε τα μηνύματα;» Ο άγγελος μου απάντησε: «Πιστεύεις λοιπόν ότι όλα έχουν δοθεί μέσα στην Αγία Γραφή;» Απάντησα: «Ναι. Γι’ αυτό δεν βλέπω τον λόγο όλων αυτών. Θέλω να πω, τίποτε δεν είναι καινούριο.» Τότε, ο άγγελος είπε: "«Ο Θεός θέλει να δοθούν αυτά τα μηνύματα.» Είπα: «Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που διάλεξε εμένα;» Ο άγγελος απάντησε: " «Όχι. Ο Θεός σας αγαπά όλους. Τα μηνύματα αυτά είναι μια υπενθύμιση, για να σας υπενθυμίσουν πώς άρχισαν τα θεμέλιά σας.» 7.8.1986
Ένας πάστορας μου είπε κάποτε ότι δεν υπάρχει λόγος να θέλει να μας μιλήσει ο Θεός τώρα που έχουμε την Αγία Γραφή. Σαστισμένη, είπα στον Χριστό: «Κύριε, είναι μερικοί ιερωμένοι που αρνούνται να ακούσουν ή να πιστέψουν ότι μπορεί να φανερώνεσαι με τον τρόπο αυτό, μέσα από μένα. Λένε ότι Εσύ, Ιησού, μας έδωσες όλη την αλήθεια και δεν χρειάζονται τίποτα περισσότερο από την Αγία Γραφή, με άλλα λόγια, όλο αυτό το έργο είναι ψεύτικο.» Η απάντηση του Χριστού ήταν η ακόλουθη:
Έχω πει σε όλους σας ότι ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, που ο Πατέρας θα στείλει στο Όνομά Μου, θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα σας έχω πει. Δεν σας δίνω κάποια νέα διδασκαλία, σας υπενθυμίζω μόνο την Αλήθεια, για να ξαναφέρω εκείνους που πλανήθηκαν πίσω στην πλήρη Αλήθεια. Εγώ ο Κύριος, θα συνεχίσω να σας παρακινώ με υπομνήσεις και το Άγιο Πνεύμα Μου, ο Παράκλητος, θα βρίσκεται πάντα ανάμεσά σας ως Υπενθύμιση του Λόγου Μου. Μην ξαφνιάζεστε, λοιπόν, όταν σας μιλά το Άγιο Πνεύμα Μου. Αυτές οι υπομνήσεις δίνονται από τη Χάρη Μου για να σας μεταστρέψουν και να σας υπενθυμίσουν τους δρόμους Μου. 20.12.1988
Έντεκα χρόνια αργότερα, ο Κύριος μου ζήτησε να γράψω τα ακόλουθα:
Όλα αυτά τα μηνύματα έρχονται από τον Ουρανό και είναι εμπνευσμένα από Εμένα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν επωφελώς για διδασκαλία και επανόρθωση λαθών. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να οδηγήσουν την Εκκλησία στην Ενότητα και να διαπαιδαγωγήσουν τους ανθρώπους σε μια ζωή όπως τη θέλει ο Θεός. Σας δίνονται για μια καλύτερη επεξήγηση της 1 Αποκάλυψης2 που σας έχει δοθεί. Είναι μια ανεξάντλητη πηγή εκπληκτικής χάρης για όλους σας, για να σας ανακαινίσουν. 30.7.1999.
Πιστεύω ότι υπάρχει μία Αποκάλυψη και δεν είπα ποτέ το αντίθετο, ούτε μπορεί κανείς να το βρει αυτό μέσα στα γραπτά. Δεν περιμένω από τους αναγνώστες της ΑΕΘΖ να θεωρήσουν τα μηνύματα ανώτερα από την Αγία Γραφή και είμαι βέβαιη ότι τίποτε μέσα στα βιβλία αυτά δεν μπορεί να παρακινήσει όσους με ακούνε και με διαβάζουν να σκεφτούν διαφορετικά. Πράγματι, στη μαρτυρία μου, αναφέρομαι συνεχώς σε πολλά χωρία των Γραφών, μερικές φορές μάλιστα περισσότερο κι από τα ίδια τα μηνύματα. Μέσα στα μηνύματα, υπάρχει μια σαφής και διαρκής επιμονή στο να επικεντρώνεται κανείς στην Αγία Γραφή και να ζει σύμφωνα με την Αλήθεια της. Τα γραπτά υπενθυμίζουν και καθιστούν επίκαιρη την μία και μοναδική Αποκάλυψη εν Χριστώ, που περιέχεται στην Αγία Γραφή και την Παράδοση και μεταδίδεται μέσω της Εκκλησίας, δεν είναι παρά ένας πόλος έλξης προς αυτή την Αποκάλυψη. Στην πραγματικότητα, ουδέποτε τα γραπτά αυτά επηρέασαν τους αναγνώστες στο να τα θεωρήσουν ανώτερα από την Αγία Γραφή• αντίθετα, οι μαρτυρίες φανερώνουν ότι τους βοήθησαν να εννοήσουν καλύτερα τον Θείο Λόγο. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ο Θεός μπορεί να μας υπενθυμίζει τον ευλογημένο Του Λόγο όταν ξέρει ότι αυτό είναι αναγκαίο για το όφελος της Εκκλησίας. Τέτοιες χάρες, αφού πρόκειται για χάρες, φωτίζουν και φανερώνουν μια ήδη γνωστή αλήθεια, καθιστώντας την περισσότερο κατανοητή.
Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να αναρωτηθεί γιατί ο Θεός κάλεσε ένα άτομο τόσο περιορισμένου διαμετρήματος και τόσο ανάξιο, εντελώς αδιάφορο και απληροφόρητο στα θέματα της Εκκλησίας, που ποτέ του δεν αναζήτησε το Θεό, για να του δώσει μια «υπενθύμιση του Λόγου Του». Οι ιερείς και οι θεολόγοι δεν έχουν κληθεί για να κάνουν το ίδιο; Ναι, αυτό πιστεύω κι εγώ και δεν είχα ποτέ την πρόθεση να συναγωνιστώ τους ιερείς και τους θεολόγους που τους κάλεσε ο Θεός για να κάνουν το καθήκον τους. Πιστεύω, όμως, ότι ο Θεός με κάλεσε απροσδόκητα με μια άμεση εκ μέρους Του ενέργεια.
Έμαθα πρόσφατα ότι η Β’ Βατικανή Σύνοδος υπογράμμισε την σπουδαιότητα της συμμετοχής των λαϊκών στην διάδοση του Ευαγγελίου, διαμέσου των ποικίλων δωρεών που ο Θεός επιδαψιλεύει στην Εκκλησία Του. Στο Lumen Gentium, η Σύνοδος ευκρινώς επισημαίνει ότι οι λαϊκοί συμμετέχουν στο προφητικό λειτούργημα του Χριστού και ότι ο Χριστός «πραγματοποιεί το προφητικό Του έργο όχι μόνο μέσω της ιεραρχίας αλλά και μέσω των λαϊκών τους οποίους καθιστά δικούς Του μάρτυρες και τους εφοδιάζει με το αισθητήριο της πίστης (sensus fidei) και με την χάρη του λόγου». (LG35) Συνάγεται, λοιπόν, ότι κάθε λαϊκός έχει την δική του αποστολή να εκπληρώσει στην υπηρεσία του Ευαγγελίου, σύμφωνα με το χάρισμα που του έχει δώσει ο Θεός και μέσω των χαρισμάτων αυτών γίνεται ταυτόχρονα μάρτυρας και έμψυχο όργανο της αποστολής της ίδιας της Εκκλησίας «σύμφωνα με το μέτρο της δωρεάς του Χριστού».
Στα περισσότερα κλασσικά έργα της βασικής Καθολικής Θεολογίας, γίνεται διάκριση μεταξύ της Αποκάλυψης ως στοχαστικής αντίληψης (Αποκάλυψη με Α κεφαλαίο) και της αποκάλυψης ως εμπειρικής αντίληψης (αποκάλυψη με μικρό α, συχνά στον πληθυντικό ως «αποκαλύψεις»). Όταν αναφέρομαι στην ταπεινή μου εμπειρία, χρησιμοποιώ την λέξη αποκάλυψη με μικρό “α” από εμπειρικής πλευράς.
Δεν μιλώ για την εμπειρία μου ως αποκάλυψη από δογματικής πλευράς, επειδή δεν επιθυμώ με κανέναν τρόπο να συναγωνιστώ την Αποκάλυψη. Όπως ισχύει και με άλλες «ιδιωτικές αποκαλύψεις» ή «προφητικές αποκαλύψεις», έτσι και το δικό μου έργο δεν προσθέτει τίποτα στην παρακαταθήκη της Πίστεως. Αντιθέτως, η κλήση μου από τον Θεό στοχεύει στο να επισημάνει την πληρότητα της αλήθειας της Παρακαταθήκης της Πίστεως, για να εισδύσει κανείς πληρέστερα και να ζήσει με την αλήθεια Της.
Ο καταστατικός χάρτης Dei Verbum της Β’ Βατικανής Συνόδου διευκρινίζει ότι η δημόσια Αποκάλυψη είναι πλήρης και τελεία και ότι «δεν πρέπει να περιμένουμε καμιά άλλη δημόσια Αποκάλυψη, πριν από την ένδοξη Φανέρωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Dei Verbum, 4). Εξάλλου, και το Dei Verbum διευκρινίζει ότι ο λαός του Θεού έχει ανάγκη να εμβαθαίνει συνεχώς στην εκτίμηση αυτής της αλήθειας:
Η Παράδοση που προέρχεται από τους αποστόλους, αναπτύσσεται μέσα στην Εκκλησία με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Η κατανόηση των γεγονότων και των λόγων που παραδόθηκαν βαθαίνει. Κι αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους : είτε με την περισυλλογή και την μελέτη των πιστών, που στοχάζονται αυτά τα πράγματα μέσα στην καρδιά τους (Λουκ.2,19), είτε με την εσωτερική αίσθηση των πνευματικών πραγμάτων που βιώνουν εμπειρικά, είτε με το κήρυγμα εκείνων που, με το δικαίωμα της επισκοπικής διαδοχής, έλαβαν το βέβαιο χάρισμα της αλήθειας. Η Εκκλησία, δηλαδή, τείνει αδιάκοπα, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, προς το πλήρωμα της θεϊκής αλήθειας, μέχρις ότου τα λόγια του Θεού εκπληρωθούν μέσα σε αυτήν. (Dei Verbum,8).
Αναφορικά με τη σχέση Χριστιανικής προφητείας και Αποκάλυψης, η Α.Ε. ο καρδινάλιος Ιωσήφ Ράτσινγκερ είπε κατηγορηματικά ότι το επιχείρημα πως η προφητεία τελειώνει με την ολοκλήρωση της Αποκάλυψης εν Χριστώ, κρύβει παρεξηγήσεις. Η θέση του διατυπώθηκε σε μια συνέντευξη σχετικά με την Χριστιανική προφητεία και εκ νέου σε ένα σχόλιο για την αποκάλυψη του τρίτου μυστικού της Φατιμά. Δράττομαι της ευκαιρίας να αναφέρω απευθείας από τη συνέντευξή του τα ακόλουθα:
Η Αποκάλυψη είναι κατά βάσιν ο Θεός που μας δίνει τον εαυτό Του, που οικοδομεί μαζί μας την ιστορία και μας επανενώνει συγκεντρώνοντάς μας όλους μαζί. Είναι το γεγονός μιας συνάντησης, το οποίο εμπεριέχει επίσης μια επικοινωνιακή διάσταση και μια γνωστική δομή. Διάσταση που έχει επιπτώσεις στη γνώση της αλήθειας της Αποκάλυψης. Αυτό, αντιληπτό στη σωστή του διάσταση, σημαίνει ότι η Αποκάλυψη πέτυχε τον στόχο της με τον Χριστό επειδή – σύμφωνα με την ωραία έκφραση του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού – από τη στιγμή που ο Θεός μίλησε ο ίδιος, δεν μπορεί τίποτε άλλο να προστεθεί. Δεν μπορεί τίποτε περισσότερο να ειπωθεί από τον Λόγο. Βρίσκεται ανάμεσά μας με τρόπο ολοκληρωμένο και ο Θεός δεν έχει τίποτε μεγαλύτερο να μας δώσει ή να μας πει από τον εαυτό Του. Όμως, αυτή ακριβώς η πληρότητα της προσφοράς του ίδιου του Θεού – ότι δηλ. Αυτός, ο Λόγος, είναι παρών εν σαρκί – σημαίνει επίσης ότι πρέπει να συνεχίσουμε να εισδύουμε στο Μυστήριο αυτό. Τούτο μας επαναφέρει στη δομή της ελπίδας. Η έλευση του Χριστού είναι η αρχή μιας γνώσης συνεχώς βαθύτερης και μιας βαθμιαίας ανακάλυψης αυτού που δίδεται στον Λόγο. Έτσι, εγκαινιάζεται ένας νέος τρόπος για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην πλήρη αλήθεια, όπως το θέτει ο Ιησούς στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όταν μιλά για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Πιστεύω ότι η πνευματική χριστολογία της αποχαιρετιστήριας ομιλίας του Ιησού είναι πολύ σημαντική για το θέμα μας: ο Χριστός εξηγεί ότι η ενσάρκωσή του δεν είναι παρά το πρώτο βήμα. Η πραγματική έλευση πραγματοποιείται στο μέτρο που ο Χριστός δεν είναι πια συνδεδεμένος με έναν τόπο ή ένα σώμα περιορισμένο τοπικά, άλλα έρχεται σε όλους μας εν Πνεύματι, ως Αναστημένος, ούτως ώστε η διείσδυση στην αλήθεια να αποκτά όλο και περισσότερο βάθος. Γνωρίζοντας ότι ο χρόνος της εκκλησίας, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίον ο Χριστός έρχεται σ’ εμάς εν Πνεύματι, καθορίζεται από αυτήν ακριβώς την πνευματική χριστολογία, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το προφητικό στοιχείο, ως στοιχείο ελπίδας και κλήσης, δεν μπορεί φυσικά να απουσιάζει ή να εξαλειφθεί. (30 Giorni, Ιανουάριος 1999).
Παρομοίως, δεν διεκδικώ καθόλου την ιδιότητα ή την αυθεντία κάποιας προσέγγισης των γραπτών μου με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι εμπνευσμένη με τρόπο αλάθητο. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι ο Κύριος με άγγιξε παρεμβαίνοντας άμεσα στην ψυχή μου για να πορευθώ μαζί Του, βοηθώντας με όταν με καλεί για να γράψω, δεν πρόκειται όμως για την ίδια έμπνευση με αυτήν της Αγίας Γραφής και το αποτέλεσμα δεν είναι αλάθητο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν δογματικά λάθη στα γραπτά μου, και είμαι βέβαιη ότι δεν υπάρχουν.
Ο π. Marie–Eugene, στο βιβλίο του «Είμαι κόρη της Εκκλησίας», μας θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός μπορεί να προσαρμόσει τον εαυτό Του σε μια ψυχή:
Η άμεση παρέμβαση του Θεού, όταν θεμελιώνεται στον άνθρωπο τον οποίο χρησιμοποιεί, προσαρμόζεται θαυμάσια στην ψυχολογική κατάσταση της ψυχής. Η θεϊκή αυτή προσαρμογή θα πρέπει να υπογραμμιστεί ως σημαντικό χαρακτηριστικό της παρέμβασής Του. Ο Θεός, που συγκατατίθεται να μιλήσει την γλώσσα των ανθρωπίνων συμβόλων για να μας δώσει το φως Του, καταδέχεται να φτάσει στο σημείο να προσαρμοστεί στην ιδιοσυγκρασία μας και στις ιδιαίτερες ανάγκες μας στην επιλογή αυτών των συμβόλων, ώστε να μας πλησιάσει με περισσότερη σιγουριά. Σε κάποιον που η πίστη του διατήρησε την καθαρότητα και την απλότητά της, θα μιλήσει με γλώσσα εξωτερικών λαμπρών συμβόλων που θα την κάνουν να πάλλεται. Σε κάποιον που η πίστη του έχει γίνει επιφυλακτική και κριτική από τον ορθολογισμό, θα χρησιμοποιήσει μια γλώσσα πιο πνευματική 3
Ο καρδινάλιος Ράτσινγκερ είπε:¨«η ικανότητα να μετατρέπει κανείς σε λόγο και εικόνα την εσωτερική επαφή του με τον Θεό, ακόμη κι όταν πρόκειται για αυθεντικό μυστικισμό, εξαρτάται πάντα από τις δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής και τα όριά της». Έτσι λοιπόν, βιώνω τον θείο Λόγο χωρίς προσπάθεια, με άλλα λόγια, χωρίς εγώ να προκαλώ κάτι. Απλά έρχεται. Δέχομαι αυτήν την επικοινωνία (τον εσωτερικό λόγο) συγκεκριμένα με δύο τρόπους. Λάβετε παρακαλώ υπόψη ότι δεν έχω καμιά πρόθεση να πω ότι γνωρίζω άριστα πώς να εκφράσω αυτό το φαινόμενο και πώς μπορεί ο Θεός να το κάνει αυτό, όμως η εξήγηση που ακολουθεί είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να κάνω:
1. Με παρέμβαση εσωτερικού θείου λόγου. Τα λόγια που ακούω είναι πράγματι ευκρινέστερα από ό,τι αν τα άκουγα με τα αυτιά μου. Μια μοναδική λέξη μπορεί να περικλείει ολόκληρο κόσμο από έννοιες, έτσι που η κατανόησή τους δεν θα μπορούσε ποτέ από μόνη της να ενταχθεί γρήγορα στην ανθρώπινη γλώσσα. Οι θεϊκοί λόγοι ή διδασκαλίες που μου δίνονται για να με διδάξουν, δεν δίνονται με τον τρόπο που διδάσκουν στα σχολεία, πράγμα που ίσως λόγω περιορισμένου χρόνου δεν θα μπορούσε πλήρως να εξηγηθεί μονομιάς, ή που από ανθρώπινη αδυναμία ίσως ξεχαστεί, ή και να μην κατανοηθεί αρκετά. Οι θεϊκοί λόγοι ή διδασκαλίες μου δίνονται σε τέτοιο χρονικό διάστημα και εντυπώνονται στο μυαλό με τέτοιον τρόπο που είναι δύσκολο να λησμονηθούν. Το φως που σκορπούν είναι τόσο άπλετο, όπως ένα λαμπρό φως που διαχέεται παντού και σου δίνει αμέσως έναν πλούτο γνώσεων περισσότερο απ’ ό,τι ο απλός λόγος. Ο λόγος που μου δίνεται μοιάζει με πλατύ ποτάμι που χωρίζεται σε ποταμάκια που σε πάνε παντού και σε τόπους διαφορετικούς και που προέρχονται πάντα από το ίδιο ποτάμι. Κάθε συνηθισμένο μάθημα σε σχολείο θα μου έπαιρνε μήνες για να το μάθω. Καθώς βιώνω με έντονο τρόπο τα λόγια, έχω συγχρόνως την επίγνωση ότι η γραπτή μορφή και ο τρόπος που θα πρέπει να τα εκφράσω εξαρτάται ωστόσο από τις περιορισμένες μου δυνατότητες σε γλώσσα και έκφραση.
2. Ο δεύτερος τρόπος που δέχομαι τον θείο λόγο είναι μέσα από ένα φως κατανόησης που διαχέεται στο νου μου, χωρίς προφορικό λόγο. Είναι σα να μου μεταδίδει ο Θεός τη δική Του σκέψη. Αντιλαμβάνομαι αμέσως το θέλημά Του ή αυτό που θέλει να πει. Ύστερα, πρέπει να καταγράψω αυτό το «μη εκφρασμένο μήνυμα» όσο καλύτερα μπορώ επιλέγοντας τα δικά μου λόγια.
Εδώ στη Ρώμη, έμαθα αργότερα ότι η Αγία Μπριγκίτα της Σουηδίας κατέγραφε με παρόμοιο τρόπο τα μηνύματά της.
Γιατί ο Κύριος επέλεξε τον ειδικό αυτό τρόπο γραφής των μηνυμάτων, κατά τον οποίο μάλιστα γίνεται κύριος του χεριού μου; Αληθινά δεν ξέρω. Όταν Τον ρώτησα γιατί, ο Κύριος μου είπε μόνο: «Επειδή μου αρέσει ο τρόπος αυτός». Έτσι, δεν γνωρίζω πώς συμβαίνει αυτό. Ωστόσο, θα ήθελα να τονίσω ότι θεολόγοι που είναι και ειδικοί γραφολόγοι και ερεύνησαν τα γραπτά, τα αποκάλεσαν «ιερατικά», και συγχρόνως περιέγραψαν πολλές θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στον δικό μου τρόπο γραφής και την αποκαλούμενη αυτόματη γραφή. Αργότερα, έμαθα ότι γνωστοί μυστικοί όπως η Θηρεσία της Αβίλα, είχαν την εμπειρία της «έκστασης» του σώματός τους ή μερικές φορές μέρους του σώματός τους. Νομίζω ότι πρόκειται για μια ελαφρά μορφή «έκστασης» του χεριού μου και πιστεύω ότι ο Κύριος έχει τους λόγους Του για να το κάνει αυτό.
1 Άκουσα την ίδια στιγμή τη λέξη "κατανόηση".
2 Η Αγία Γραφή
3 Fr. Marie- Eugene, Ο.C.D. Είμαι κόρη της Εκκλησίας, , τόμος Β, Σικάγο, 1995 p. 283.
|