Προφητεία και Αποκάλυψη
από τον Niels Christian Hvidt
Ομιλία που δόθηκε στη συνεδρίαση " Τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στο Κατώφλι της δεύτερης Χιλιετίας" στην Cattolica, 18-21 Σεπτεμβρίου 1998.
Αύριο, θα ακούσουμε τoν πλέον γνωστό εν ζωή προφήτη - τη Βασούλα Ρύντεν. Είναι επίσης η πιο αμφισβητούμενη μυστικός, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είναι αυθεντική: μάλλον- όπως θα αποδείξω- είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της προφητείας: οι προφήτες δεν είναι ποτέ δημοφιλείς. Ο Πατήρ Somavilla θα μιλήσει για την παράδοση της προφητείας στην Εκκλησία και θα συγκρίνει τη Βασούλα με άλλους προφήτες. Ο Marino Parodi θα σας συστήσει τη Βασούλα, και η ίδια θα μιλήσει για την προφητική της εμπειρία.
Έχετε όλοι πιθανώς ακούσει το ρητό: Δεν χρειαζόμαστε προφήτες, διότι ο Θεός έχει μιλήσει μέσω του Υιού του και, επομένως, δεν έχει τίποτε άλλο να πει. Ο Μαρτίνος Λούθηρος το είπε αυτό και ο Αγιος Ιωάννης του Σταυρού είπε το ίδιο, αν και με μια πολύ συγκεκριμένη σημασία, μέσα στα συμφραζόμενα μιας πολεμικής. Πέρα απ' αυτά τα συμφραζόμενα, τα λόγια του Ιωάννη του Σταυρού χάνουν τη σημασία τους σε μεγάλο βαθμό.
Παρ' όλα αυτά, συμβαίνει οι καθολικοί θεολόγοι να προτείνουν την ιδέα του τέλους της προφητείας με την έλευση του Χριστού και, επομένως, να αρνούνται στο Αγιο Πνεύματην δυνατότητα επικοινωνίας με τα παιδιά Του σήμερα μέσω των διαφόρων χαρισμάτων. Αυτό είναι το πρόβλημα στο οποίο θα προσπαθήσω να εστιάσω μέσω αυτής της εργασίας. Θα διευκρινίσω ότι η ιδέα αυτή ισοδυναμεί με παρανόηση των θεμελιωδών Χριστιανικών αληθειών και είναι παράλογο να λέμε ως χριστιανοί ότι ο Θεός δεν έχει τίποτε άλλο να πει. Σκοπεύω να το κάνω αυτό εστιάζοντας στην αληθινή φύση και την έννοια της χριστιανικής προφητείας, διευκρινίζοντας τι είναι χριστιανός προφήτης και ποιος ο σκοπός του Θεού στην αποστολή προφητών στον κόσμο.
Όποιος αντιμετωπίσει το θέμα της προφητείας, θα κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις: πάντοτε υπήρχαν προφήτες στην Εκκλησία που συμπεριφέρονταν και μιλούσαν σαν τους προφήτες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Φαίνεται να μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της χριστιανικής προφητείας και τον ρόλο της προφητείας στην Εκκλησία. Θα διαπιστώσει κανείς ότι η θεολογική εργασία σχετικά με την έννοια της προφητείας δεν οδηγεί στην περιφέρεια της θεολογίας αλλά στην καρδιά βασικών θεολογικών ζητημάτων. Και, τελικά θα εκπλαγεί κανείς ανακαλύπτοντας πόσο λίγο θεολογικό έργο έχει γίνει στον τομέα της χριστιανικής προφητείας.
Χριστιανοί προφήτες
Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο Θεός αποκαλύφθηκε στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης για να οδηγήσει το λαό του σε δύσκολες περιστάσεις. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στην Καινή Διαθήκη ονομάζεται ως ο τελευταίος προφήτης, με την έννοια ότι είναι ο τελευταίος που ανήγγειλε την έλευση του Μεσσία δεν είναι όμως ο τελευταίος προφήτης που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη. Το κατά Λουκάν αναφέρει τον Συμεών και την προφήτη Αννα: αμφότεροι προφητεύουν περί του βρέφους Ιησού ( Λουκ. 2,25-28). Ο ίδιος ο Ιησούς αποκαλείται προφήτης και παρατηρεί ότι κανείς προφήτης δεν τιμάται στην πατρίδα του ( Ιωαν. 4,44). Στις Πράξεις αναφέρονται προφήτες και των δύο φύλων στις συνάξεις. Ο Φίλιππος παροτρύνεται από ένας άγγελο να πάει να συναντήσει ένα άντρα πάνω σε μια άμαξα, που θα φτάσει σε ένα συγκεκριμένο δρόμο, και στον οποίο μιλά για το ευαγγέλιο. ( Πράξεις 8,26-40). Με τη βοήθεια οράματος, ο απόστολος Πέτρος συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις μεταξύ φυλών, αλλά όλοι είναι ίσοι στα μάτια του Θεού. (Πράξεις 10,11-16). Η μεταστροφή του αποστόλου Παύλου προκαλείται από ένα όραμα του Χριστού και ολόκληρη η αποστολή του συνοδεύεται από οράματα. Ένας άλλος προφήτης, ο Αγαβος, προλέγει στον Παύλο, πριν την αναχώρησή του από την Ιερουσαλήμ, ότι θα αλυσοδεθεί στην Παλαιστίνη(Πράξεις 21,11).
Ο Παύλος στις επιστολές του μιλά για τους προφήτες στην Εκκλησία και τους τοποθετεί αμέσως μετά τους αποστόλους. Φαίνεται ότι οι προφήτες είχαν μια από τις πολλές και διάφορες διακονίες στην Εκκλησία. Όπως ακριβώς υπήρχαν ιερείς, το ίδιο υπήρχαν και προφήτες, δάσκαλοι, διάκονοι και εξορκιστές. Ο Παύλος λέει για τους προφήτες ότι οικοδομούν, ενθαρρύνουν και παρηγορούν τους άλλους. (Α Κορινθ. 14,3-4). Οι προφήτες στις συνάξεις της Καινής Διαθήκης φαίνονται να είναι περιπλανώμενοι προφήτες που πηγαίνουν από σύναξη σε σύναξη, παρόλο που οι Εκκλησίες της Ιερουσαλήμ και της Αντιόχειας φαίνεται ότι είχαν μόνιμους προφήτες (Πράξεις 11,27; 13,1). Το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης- η Αποκάλυψη του Ιωάννη- είναι μια περιεκτική συλλογή από οράματα και προφητικές αποκαλύψεις. Η παρουσία της προφητείας στην Καινή Διαθήκη είναι πολύ μεγάλη: ως χριστιανοί πιστεύουμε ότι η πραγματικότητα, όπως παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη, είναι η βάση όλου του μετέπειτα Χριστιανισμού. Αν είναι έτσι, κακώς εκτοπίστηκε η προφητεία από το σημειωματάριο της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Και έτσι είναι: τα γραπτά της Πρώτης Εκκλησίας, που εμφανίστηκαν αμέσως μετά τα Βιβλικά Γραπτά, φανερώνουν ξεκάθαρα την παρουσία προφητών. Οι Πατέρες της Εκκλησίας βεβαιώνουν με επιχειρήματα ότι η Εκκλησία ποτέ δε θα μείνει δίχως τους προφήτες της. Μια από τις σημαντικότερες πηγές, οι Αποστολικοί Πατέρες, φανερώνουν ξεκάθαρα την παρουσία προφητών στην Πρώτη Εκκλησία. Ένα από τα κείμενα της συλλογής αυτής, Ερμάς ο Ποιμήν, μιλά με προφητικές αποκαλύψεις για τη ζωή στις συνάξεις και για το τι θα γίνει στο μέλλον. Η ομοιότητα με την Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι βαθιά. Ένα άλλο παράδειγμα από τους Αποστολικούς Πατέρες είναι η Διδαχή, που περιέχει μεγάλα χωρία σχετικά με το πώς πρέπει οι πιστοί να εξετάζουν την αυθεντικότητα των προφητών. Εδώ, το πρώτο χαρακτηριστικό ενός αυθεντικού προφήτη είναι η ηθική ζωή του προφήτη. Αλλες παλιές εκκλησιαστικές πηγές μιλούν για το κριτήριο της αυθεντικότητας των προφητών: οι προφήτες πρέπει να κρίνονται από τους καρπούς και από το μήνυμα τους.
Το πρόσωπο της προφητείας αλλάζει.
Η προφητεία ως φαινόμενο και λειτούργημα μέσα στην Εκκλησία δεν εξαφανίζεται. Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε ότι αλλάζει πρόσωπο. Στην αρχή, η Εκκλησία καθοδηγείται από τους ιερείς και τους προφήτες, όμως η προφητεία φαίνεται να ελαττώνεται ήδη κατά τον 1ο χριστιανικό αιώνα. Παρόλο που παραμένει ένα λειτούργημα της Εκκλησίας έως το τέλος του 2ου αιώνα, φαίνεται να λειτουργεί εκτός των θεσμικών πλαισίων της Εκκλησίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Αγιο Πνεύμαεγκαταλείπει την Εκκλησία, απλώς η προφητεία στην κλασσική χαρισματική της μορφή αναβρύζει αυθόρμητα, πέρα από τα όρια της παγιωμένης θεσμικά θρησκείας. Το γεγονός ότι οι πάπες και άλλοι ιεράρχες είχαν κάποια οράματα και προφητικές αποκαλύψεις δεν αλλάζει την κυριαρχούσα αυτή τάση. Για διάφορους λόγους η προφητεία παύει να αποτελεί ένα ξεχωριστό λειτούργημα, κυρίως από τις αρνητικές εμπειρίες με τις ψεύτικες προφητείες. Ο κίνδυνος των ψευδοπροφητών είναι η αχίλλειος πτέρνα της προφητείας καθώς και ο κυριότερος λόγος για την αρνητική αντιμετώπιση της.
Η ιεραρχία της Πρώτης Εκκλησίας ήταν κατά κάποιον τρόπο χαρισματική, αφού βασιζόταν στην άμεση εμπειρία του θείου Χριστού μέσω των προφητών. Οι αρνητικές εμπειρίες με τους ψευδοπροφήτες οδήγησαν την ιεραρχία σε μια αλλαγή: από τη χαρισματική, κατακόρυφη αυθεντία σε μια πιο οριζόντια αυθεντία, βασισμένη στην ιστορική ανάμνηση της ζωής και της διδασκαλίας του ιστορικού Ιησού. Αυτή ήταν μια διαδικασία που είχε τεράστιες επιπτώσεις στην εξέλιξη του Χριστιανισμού. Οδήγησε στην αναγκαιότητα μιας σίγουρης και αμετακίνητης μαρτυρίας της ζωής του Ιησού, της οποίας η Αγία Γραφή υπήρξε η φυσική απάντηση. (Hallback 60).
Οι περισσότεροι προφήτες είναι γυναίκες
Αλλη μια αλλαγή στο πρόσωπο της προφητείας είναι ότι χριστιανοί προφήτες γίνονται γυναίκες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την καθολική παράδοση. Στην Παλαιά Διαθήκη οι περισσότεροι προφήτες είναι άντρες. Στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για άντρες και γυναίκες προφήτες. Ωστόσο, ξεκινώντας με τις αποκαλύψεις της Hildegard από τη Bingen τον 13ο αιώνα, το να λαμβάνει κανείς μηνύματα από τον Κύριο και να τα διακηρύττει ως " Λόγο του Κυρίου" γίνεται σχεδόν αποκλειστικά γυναικείο προνόμιο. Όλοι οι σημαντικοί προφήτες είναι γυναίκες: η Μπριγκίτα της Vadstena, η Αικατερίνη της Σιένας, η Ιωάννα της Λορένης, η Marie a la Coque και η αδελφή Faustina Kowalska, για να περιοριστούμε μόνο σε αυτές. Ήδη, αρκετοί εκκλησιαστικοί πατέρες συσχέτιζαν την προφητεία με το θηλυκό στοιχείο της Εκκλησίας. Ιδίως η Παρθένος Μαρία χαρακτηρίζεται ως κατ' εξοχήν προφήτης. Η Παναγία είναι το αρχέτυπο της χριστιανικής προφητείας χάρη στην ικανότητά να ακούει και να δέχεται τον Θείο Λόγο με σκοπό να τον κυοφορήσει, να καρποφορήσει και να τον εξαπλώσει στον κόσμο.
Εάν κάποιος στραφεί στη θεολογία με σκοπό να μάθει περισσότερα για το τι είναι ακριβώς ένας προφήτης και τι κάνει, θα βρεθεί προ μιας δυσάρεστης έκπληξης: Ο Rino Fisichella επισημαίνει ότι "το να συζητάς για την χριστιανική προφητεία είναι το ίδιο με το να βλέπεις σαπιοκάραβο ύστερα από ναυάγιο" (σ. 788). Λίγοι θεολογικοί τομείς έχουν τόσο ανεπαρκώς καλυφθεί όσο η χριστιανική προφητική διακονία. Θεολόγοι του ύψους ενός Karl Rahner (σ. 22), Hans Urs von Balthasar(σ. XI) και ενός Joseph Ratzinger (σ. 106) έχουν αναφερθεί με θλίψη σε αυτό το σχεδόν άγραφο σημείο πάνω στο θεολογικό χάρτη. Και όμως, αυτό το σχεδόν άγραφο σημείο είναι για αυτόν το λόγο ενδιαφέρον, καθώς αντανακλά ένα από τα χαρακτηριστικά των προφητών: δεν είναι ποτέ δημοφιλείς! Όπως η Εκκλησία απέρριψε κανονικά τους προφήτες όσο βρίσκονταν εν ζωή, με τον ίδιο τρόπο φαίνεται και η θεολογία να θέλει να ξεμπερδεύει με το θέμα αυτό το ταχύτερο δυνατόν.
Νέες προσεγγίσεις
Στην καθολική παράδοση η προφητεία είναι περιφρονημένη εξ αιτίας μιας πολύ άτυχης τάσης της Καθολικής Θεολογίας. Αφορά στον ορισμό της σύνθετης έννοιας της αποκάλυψης. Το πρόβλημα ήταν με ποιον τρόπο θα ορίζαμε τι είναι αποκάλυψη. Για πολύ καιρό η αποκάλυψη θεωρείτο ότι αφορούσε μονάχα τη διδασκαλία. Ο Θεός αποκαλύπτεται μόνο με σκοπό την εξάπλωση της διδασκαλίας και του δόγματος της Εκκλησίας. Αυτή η ιδέα περί αποκάλυψης ονομάστηκε δογματική προσέγγιση της αποκάλυψης. Από την καρδιά αυτής της αντίληψης γεννήθηκε η ιδέα ότι " το τέλος της αποκάλυψης ήρθε με τον τελευταίο απόστολο". Ίσως να έχετε ακούσει αυτό το δόγμα. Είναι πολύ σημαντικό και έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την περί προφητείας αντίληψη. Είναι φανερό: Αν η αποκάλυψη αφορά μονάχα το δόγμα, τότε ο Ιησούς και οι απόστολοι μας έδωσαν ό,τι χρειαζόμαστε για τη σωτηρία μας και, επομένως, ο Θεός δεν έχει τίποτα περισσότερο να μας πει, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει τελειότερη αποκάλυψη από τον Ιησού Χριστό και κανένα δόγμα τελειότερο από τη διδασκαλία που ο Ίδιος έδωσε στους μαθητές του
Αυτή όμως η αντίληψη της αποκάλυψης έχει βασικά μειονεκτήματα. Πρώτα από όλα συνεπάγεται ότι ο Θεός είναι ένας Θεός που, αφού μίλησε μέσω του Υιού του, έφτιαξε τη βαλίτσα του και έφυγε για μακρινό ταξίδι έως ότου επιστρέψει την ημέρα της κρίσης. Αυτός όμως δεν είναι ο Χριστιανικός Θεός. Ο Ιησούς αποκάλυψε τον Θεό ως ένα Θεό που ασταμάτητα βρίσκεται σε αναζήτηση των δημιουργημάτων του, επειδή αγαπάει τα δημιουργήματά του.
Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού διόρθωσε αρκετές από αυτές τις παρανοήσεις. Οι θεολόγοι της συνόδου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η θεία πράξη της αποκάλυψης δεν αφορά μόνο το δόγμα. Όταν ο Θεός αποκαλύπτεται δεν το κάνει μόνο επειδή θέλει να προσθέσει κάτι στα βιβλία της δογματικής. Αποκαλύπτεται επειδή αγαπάει την Εκκλησία του και θέλει να προσελκύσει τα παιδιά του σε κοινωνία μαζί του. Αυτή η νέα θεωρία περί αποκάλυψης ονομάζεται προσωποποιητική (περσοναλιστική) προσέγγιση της αποκάλυψης. Με αυτήν την προσέγγιση, η ιδέα περί "τέλους της αποκάλυψης με τον τελευταίο απόστολο" θεωρήθηκε ως ατελής εικόνα της αποκάλυψης. Αποδείχθηκε ότι η λέξη τέλος (end) ήταν μια λανθασμένη μετάφραση του λατινικού completare που, ως γνωστόν, δεν σημαίνει τελειώνω αλλά εκπληρώνω - Ο Χριστός είναι η εκπληρωθείσα αποκάλυψη του Θεού, όχι η τελευταία Του εκδήλωση.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την ιδέα της Χριστιανικής Προφητείας. Σημαίνει ότι μπορούν κάλλιστα να υπάρχουν και χριστιανοί προφήτες. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούν να πουν τίποτε που να εναντιώνεται στην εν Χριστώ αποκάλυψη του Θεού. Η Αγία Γραφή είναι η μαρτυρία της αποκάλυψης του Χριστού, αλλά όχι η τελευταία, όπως λέει ο Ιησούς στην Αγία Γραφή: Έχω ακόμη πολλά να σας πω. Και σε ένα άλλο χωρίο, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής γράφει ότι τα λόγια και τα έργα του Χριστού δεν θα μπορούσαν ποτέ να ειπωθούν εξ ολόκληρου - αν γράφονταν σε βιβλία, δεν θα τα χωρούσε όλη η γη. (Ιωαν. 21:25) Μερικές φορές η Εκκλησία μπορεί να απομακρυνθεί τόσο πολύ από την εν Χριστώ αποκάλυψη, που τα λόγια των προφητών να φαίνονται "καινόν ρήμα".Α λλά αφού ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού, είναι λογικό ένας προφήτης να μην πει ποτέ τίποτε ουσιαστικά καινούριο, αφού η αλήθεια του Θεού είναι μία
Ο Hans Urs von Balthasar είναι ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους του αιώνα μας. Στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο υπάρχουν αυτή τη στιγμή περισσότερες διδακτορικές εργασίες σχετικά με τον Balthasar από οποιονδήποτε άλλο θεολόγο. Ο Balthasar είναι ένας θεολόγος που μελέτησε βαθιά την χριστιανική προφητεία. Πιστεύει ότι ο Χριστός εν δυνάμει έχει τη Ζωή και η Θυσία του Χριστού σε αντικειμενικό επίπεδο έκανε τα πάντα νέα- ο Χριστός έκανε τη θυσία που ήταν απαραίτητη ώστε να σηκώσει το φράγμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Έδωσε σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να ενωθεί με τον Θεό, αλλά αυτή η δυνατότητα ακόμη περιμένει την πλήρη πραγμάτωσή της. Αν κάποιος κοιτάξει αυτά που ο άνθρωπος έχει καταφέρει μόνο σε αυτόν τον αιώνα- σκέπτομαι ειδικά το Ολοκαύτωμα- μπορεί κανείς να καταλάβει τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να σεβαστούν την πεποίθηση ότι ο Σωτήρας ήρθε στον κόσμο. Ο κόσμος δεν δείχνει πάντοτε σαν να έχει γνωρίσει τον Σωτήρα του! Η έλευση του Χριστού δεν είναι ο τελευταίος λόγος του Θεού- είναι ο τελειότερος λόγος Του, αλλά αυτός ο λόγος πρέπει να μπει σε εφαρμογή. Να γιατί μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο Χριστιανισμός είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα αυτά που έκανε ο Χριστός και αυτά που θα εκπληρώσει στη διάρκεια της ιστορίας και στους έσχατους καιρούς. Οι Πατέρες της Εκκλησίας το γνώριζαν αυτό καλά. Ο Χριστός ήρθε μόνο με σκοπό να επανέλθει και να εκπληρώσει τη Βασιλεία που υποσχέθηκε στην πρώτη του έλευση. Είναι μέσα σε αυτό το ήδη αλλά όχι πλήρως που τοποθετούνται τα περισσότερα χριστιανικά έθιμα- προσευχές, περισυλλογή, θυσία, αποστολή και κάθε πρωτοβουλία που οδηγεί το ευαγγέλιο στην εκπλήρωσή του. Και εδώ η προφητεία έχει τη θέση της. Ο Ιησούς λέει στο κατά Ιωάννη ότι το Αγιο Πνεύμα θα υπενθυμίσει στην Εκκλησία τα πάντα(14:26) και θα τους οδηγήσει όλους στην αλήθεια (16: 12-15). Κάθε χριστιανική δραστηριότητα σχετίζεται με αυτήν την υπενθύμιση της αλήθειας. Σε αυτήν τη διαδικασία της υπενθύμισης και της καθοδήγησης προς την αλήθεια θα πρέπει να επικεντρωθούμε προκειμένου να προσεγγίσουμε την καρδιά της φύσης και του σκοπού της προφητείας.
Βιβλιογραφία:
- Balthasar, Hans Urs von. Thomas und die Charismatik. Freiburg, 1996.
- Fisichella, Rino. Dictionary of fundamental theology. Ed. René Latourelle & Rino Fisichella. New York, 1994.
- Hallbäck, Gert. Nordisk Nytestamentligt Nyhedsbrev. Nr. 2, august 1995.
- Rahner, Karl. Visionen und Prophezeihungen. Herder, 1958.
- Ratzinger Joseph. Wesen und Auftrag der Theologie. Freiburg, 1993.
|