Ο π. Rene Laurentin Ρωτάει τη Βασούλα
Αυτό που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από μία συνάντηση του π. Rene Laurentin και της Βασούλας το 1989.
π. Laurentin: ...δεν είναι πια ούτε ο δικός σας γραφικός χαρακτήρας: είναι κάποιου άλλου. Αν και είναι από το χέρι σας, ένας γραφολόγος δεν θα τολμούσε να πει ότι πρόκειται για τι ίδιο πρόσωπο.
Βασούλα: Ναι, όμως ο Ιησούς μου είπε και μου έδειξε καθαρά ότι δεν πρόκειται για αυτόματη γραφή, όπως νομίζουν μερικοί. Κάποτε μου είπε: "Σήμερα θα γράψεις το μήνυμά Μου με το δικό σου γραφικό χαρακτήρα.Αυτοί που δεν έχουν πραγματικά κατανοήσει αυτή τη χάρη που σου παραχωρώ θα καταλάβουν, συνειδητοποιώντας ότι σου έδωσα επίσης τη χάρη ν'ακούς τη φωνή Μου. Σήμερα επίτρεψε Μου να σου υπαγορεύω μόνο. Aκουγε προσεκτικά και γράφε."
π. Laurentin: Η Βασούλα μου έδειξε στο τετράδιο το σημείο όπου ο γραφικός χαρακτήρας αλλάζει στο μήνυμα που ακολουθεί. Η δική της μικρή, ευαίσθητη γραφή αρχίζει:
'Βασούλα, οι μέρες τώρα είναι μετρημένες.'
Κατόπιν το μήνυμα εξακολουθεί με το συνηθισμένο γραφικό χαρακτήρα της Βασούλας για δύο σελίδες και τελειώνει με τις λέξεις:
"Αυτό είναι για όλους εκείνους που νομίζουν ότι Εγώ κινώ το χέρι σου χωρίς εσύ ν'ακούς και να καταλαβαίνεις ότι Εγώ, ο Κύριος, σε εμπνέω. Ας εξακολουθήσουμε τώρα όπως Μου αρέσει, Βασούλα Μου"
Έπειτα ο μεγάλος γραφικός χαρακτήρας ξαναρχίζει:
"Έχε την Ειρήνη Μου, να επαγρυπνείς."
Όχι, η Βασούλα δεν είναι μία εξαρτημένη μηχανή, σαν ρομπότ. Δέχεται έμπνευση, δεν τη μεταχειρίζονται. Εκφράζεται τελείως αυθόρμητα. Είναι ελεύθερη, ήρεμη και χαρούμενη. Πρόκειται μάλλον για δεκτικότητα παρά για εξάρτηση. Δεν υπάρχει κανένα είδος εξαναγκασμού. Πρόκειται μάλλον για τη δεκτικότητα της αγάπης. Της ζήτησα να μου το διευκρινίσει.
π. Laurentin:
Όμως, σε ότι αφορά στα μηνύματα αυτά, κινείται το χέρι σας ή γίνεται υπαγόρευση που την ακούτε;
Βασούλα: Γίνεται υπαγόρευση.
Fr Laurentin: Είπατε όμως ότι το χέρι σας κινείται κατά κάποιο τρόπο.
Βασούλα: Ναι, γίνεται ταυτόχρονα. Αρχικά, οδηγούσε το χέρι μου χωρίς να υπαγορεύει. Μία ημέρα μου είπε: "Θα ήθελα να μάθεις ν'ακούς τη φωνή Μου, την εσωτερική φωνή." Και σε έξη εβδομάδες μόλις, έμαθα ν'ακούω τη φωνή Του. Γίνεται υπαγόρευση λέξη προς λέξη. Πότε πότε υπάρχουν άγνωστες σε μένα λέξεις. Πρέπει να τις βρίσκω στο λεξικό.
Fr Laurentin: Υπάρχουν λέξεις στα αγγλικά που σας μπερδεύουν;
Βασούλα: Ναι, είναι μερικές λέξεις που δεν τις ξέρω. Aλλοτε, μου δίνει μια παράγραφο ξαφνικά, και πρέπει να τρέξω να τη γράψω πριν να τη ξεχάσω. Μου υπενθυμίζει μια λέξη, αν παραλείψω. Μια μέρα με κάλεσε να πάω για εξομολόγηση. Δεν ήθελα. Θέλησα να σβήσω την πρόταση που είχα αρχίσει, αλλά Εκείνος σταμάτησε το χέρι μου. Το μολύβι ήταν σαν να είχε κολλήσει σε μία τρύπα. Τότε έσπρωξα με το άλλο χέρι που το ένιωθα πιο ελεύθερο. Το μολύβι έστριψε μέσα στο χέρι μου, πετάχτηκε στο πλάι και το χέρι μου σπρώχτηκε πίσω.
Fr Laurentin: Η διαφορά στο γραφικό χαρακτήρα είναι εμφανής. Όταν η Βασούλα γράφει καθ' υπαγόρευση, ο γραφικός χαρακτήρας είναι ευρύς, με πολύ υψηλά γράμματα. Όταν γράφει κάποιο δικό της σχόλιο ή επεξήγηση, βλέπουμε το δικό της μικρό, ντελικάτο, ευαίσθητο γραφικό χαρακτήρα. Εκτός αυτού η Βασούλα τα γράφει όλα δύο φορές. Την πρώτη φορά γράφει γρήγορα: έπειτα, αφαιρεί ότι την αφορά προσωπικά και ξαναγράφει τα υπόλοιπα με περισσότερη προσοχή.
Βασούλα: Όταν ξαναγράφω, με διορθώνει.
Fr Laurentin: Όμως σχεδιάζετε καρδιές, πολλές καρδιές ανάμεσα στις λέξεις.
Βασούλα: Συμβολίζουν την Ιερή Καρδιά
Fr Laurentin: Και σ'αυτό καθοδηγείται το χέρι σας;
Βασούλα: Ναι. Aλλες φορές σχεδιάζω ένα ψάρι. (σύμβολο του Χριστού)
Fr Laurentin: Μόλις είπατε ότι ο Θεός είναι συγχρόνως υπερβατικός και κοντινός, αξιολάτρευτος και εγκάρδιος. Πως συμβιβάζεται αυτή η οικειότητα με τη λατρεία;
Βασούλα: Στην αρχή συνήθιζα να γράφω καθιστή. Τώρα γράφω γονατιστή μπρος σ' ένα μικρό τραπεζάκι στο δωμάτιο μου, όπου υπάρχουν δώδεκα εικόνες. Στην αρχή δεν γονάτιζα, όταν κατάλαβα στ'αλήθεια το μήνυμα, συνειδητοποίησα συγχρόνως τη μεγαλοσύνη του Χριστού. Μου είπε: "Βασούλα δεν αξίζω κάτι παραπάνω;" Από τότε γονατίζω.
Fr Laurentin: Και πόσο διαρκεί αυτό;
Βασούλα: Τέσσερις με πέντε ώρες, κάποτε κι έξη: τέσσερις το πρωί και δύο το απόγευμα. |