Πώς με Πλησίασε ο Άγγελός μου (συνέχεια)
Ο Εξαγνισμός Μου Συνεχίζεται
Αφού πέρασαν λίγες μέρες, ο άγγελός μου ξαφνικά μου ζήτησε να πάω να βρω έναν ιερέα και να του δείξω τα μηνύματα. Έκανα ακριβώς όπως μου είπε, αλλά απογοητεύτηκα πολύ. Είχα μεγάλες προσδοκίες, αλλά αυτό που δέχτηκα ήταν ένα χαστούκι. Ο ιερέας νόμισε ότι περνούσα μια ψυχολογική κρίση και πίστεψε ότι ήμουν στα πρόθυρα της σχιζοφρένιας. Ήθελε να εξετάσει τα δυο μου χέρια. Πήρε τα χέρια μου και τα κοίταξε. Ήξερα τι σκεφτόταν. Έψαχνε να βρει ίχνη κάποιας ανωμαλίας στα χέρια μου, όπως συμβαίνει με ορισμένες ψυχικές ασθένειες. Πίστεψε ότι ο Θεός του είχε φορτώσει αυτό τον βαρύ σταυρό, δηλαδή εμένα. Με λυπήθηκε και μου είπε να πηγαίνω να τον βλέπω όποτε θέλω. Τον επισκεπτόμουν κάθε δυο ή τρεις μέρες. Δεν μου άρεσε να πηγαίνω σ’ αυτόν γιατί με έβλεπε σαν ψυχασθενή στο πρώτο στάδιο. Αυτό συνεχίστηκε για τρεις ή τέσσερις μήνες. Η μόνη αιτία που συνέχιζα να τον επισκέπτομαι ήταν ότι ήθελα να του αποδείξω ότι δεν ήμουν ψυχασθενής. Τελικά, ύστερα από αρκετό καιρό, κατάλαβε ότι ήμουν υγιής. Μια μέρα μάλιστα είπε ότι αυτό που είχα μπορούσε να είναι ένα χάρισμα από το Θεό.
Ο φύλακας άγγελός μου στο μεταξύ με οδηγούσε προς το Θεό κι ένα από τα πρώτα του μαθήματα ήταν πάνω στη διάκριση. Αυτά τα μαθήματα πάνω στη διάκριση εξόργιζαν το διάβολο ακόμη περισσότερο γιατί σήμαιναν ότι, ακόμη κι αν εμφανιζόταν σαν άγγελος φωτός, εγώ θα καταλάβαινα τη διαφορά.
Ο άγγελος μου είπε ότι θα με πλησίαζε ο Χριστός και ότι η δική του αποστολή πλησίαζε στο τέλος της. Λυπήθηκα όταν άκουσα αυτά τα νέα. Δεν ήθελα να με αφήσει ο άγγελός μου. Προσπάθησε να με πείσει εξηγώντας μου ότι ήταν μόνο ένας υπηρέτης του Θεού και ότι τώρα θα έπρεπε να στραφώ στο Θεό. Προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι η αποστολή του ήταν να με φέρει κοντά στο Θεό και να με παραδώσει στα χέρια Του, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε να υποφέρω ακόμη πιο πολύ. Δεν μπορούσα να αντέξω τη σκέψη ότι, από τη μια μέρα στην άλλη, θα έπαυα να επικοινωνώ με τον άγγελό μου.
Όπως μου το προείπε ο άγγελός μου Δανιήλ, μια μέρα ήρθε στη θέση του ο Χριστός. Όταν μου αποκαλύφθηκε, με ρώτησε: «ποιο σπίτι είναι σπουδαιότερο, το σπίτι σου ή το σπίτι Μου;» Του απάντησα, «το σπίτι Σου». Ένιωσα ότι η απάντησή μου Τον ευχαρίστησε, Εκείνος με ευλόγησε και έφυγε.
Πάλι, στη θέση του αγγέλου μου ήρθε ο Κύριος και μου είπε: «Εγώ είμαι» κι όταν με είδε να διστάζω, είπε καθαρά, «Εγώ είμαι, ο Θεός». Αλλά εγώ, αντί να χαρώ, ήμουν δυστυχισμένη. Μου έλειπε τρομερά ο άγγελός μου. Τον αγαπούσα πάρα πολύ και μόνο η σκέψη ότι δεν θα ξαναρχόταν, γιατί τη θέση του θα έπαιρνε ο Θεός, με ενοχλούσε. Εδώ θα ήθελα να αναφέρω τι μου είπε ο Θεός σχετικά με την αγάπη που έτρεφα για τον άγγελό μου. Είπε ότι κανείς δεν αγάπησε τον άγγελό του όσο εγώ και ότι ήλπιζε κάποτε να μου πει αυτά τα λόγια: "Κανείς δεν Με αγάπησε στην εποχή σου όσο εσύ»."
Τώρα, ο άγγελός μου έμεινε στο περιθώριο. Ο Θεός με ρώτησε «Με αγαπάς;» κι εγώ απάντησα, ναι. Δεν με έψεξε που δεν Τον αγαπούσα αρκετά, αλλά αντίθετα είπε πολύ μαλακά «Αγάπα Με περισσότερο».
Την επόμενη φορά που ο Κύριος μου φανερώθηκε, μου είπε: «ζωογόνησε τον Οίκο Μου» και πάλι «ανακαίνισε τον Οίκο Μου». Δεν θυμάμαι αν απάντησα, αλλά ήξερα ότι αυτό που μου ζητούσε ήταν αδύνατο.
Τις επόμενες μέρες, με επισκεπτόταν πότε ο άγγελός μου και πότε ο Χριστός, μερικές φορές και οι δυο. Ο άγγελός μου με νουθετούσε, μου ζητούσε να κάνω ειρήνη με το Θεό. Όταν μου το ζήτησε, ξαφνιάστηκα πολύ και του είπα ότι δεν έκανα πόλεμο με το Θεό, πώς θα μπορούσα να κάνω ειρήνη μαζί Του;
Ο Θεός μου ζήτησε πάλι να Τον αγαπήσω. Μου ζήτησε να γίνω πιο οικεία μαζί Του, όπως ήμουν με τον άγγελό μου, δηλαδή να Του μιλώ ελεύθερα, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Δεν τον ένιωθα ακόμη σαν φίλο αλλά σαν ξένο. Ο άγγελος μου υπενθύμισε ότι ήταν μόνο υπηρέτης του Θεού και ότι έπρεπε να αγαπώ το Θεό και να Τον δοξάζω. Όσο περισσότερο με έσπρωχνε προς το Θεό, τόσο με κυρίευε ο φόβος ότι θα με αφήσει. Μου έλεγε να εγκαταλειφθώ στο Θεό αλλά εγώ δεν το έκανα.
Ο Σατανάς στο μεταξύ δεν είχε εγκαταλείψει τον αγώνα, ήλπιζε ακόμη ότι θα με βρει σε στιγμή αδυναμίας. Ο Θεός μου επέτρεψε μια ή δυο φορές να ακούσω μια συνομιλία ανάμεσα στο Χριστό και το Σατανά. Ο Σατανάς Του ζητούσε την άδεια να με πειράξει. Έλεγε στο Χριστό: «Θα δούμε τη Βασούλα σου... η αγαπητή σου Βασούλα δεν θα σου μείνει πιστή, θα πέσει και για τα καλά τούτη τη φορά, θα σου το αποδείξω την ώρα της δοκιμασίας της». Και έτσι δόθηκε άδεια στο Σατανά να με βάλει σε κάθε είδους πειρασμούς, απίστευτους πειρασμούς! Κάθε φορά που καταλάβαινα ότι επρόκειτο για πειρασμό και τον ξεπερνούσα, έβαζε μπροστά μου ακόμη μεγαλύτερο. Πειρασμούς που αν υπέκυπτα, η ψυχή μου θα πήγαινε κατευθείαν στην κόλαση. Ύστερα, ξανάρχισε τις επιθέσεις του. Έκαψε με καυτό λάδι το μεσαίο μου δάχτυλο, εκεί που ακουμπώ το μολύβι για να γράψω. Αμέσως βγήκε φουσκάλα και χρειάστηκε να το δέσω με επίδεσμο για να μπορώ να κρατώ το μολύβι και να γράφω. Ο διάβολος προσπαθούσε ξανά και με κάθε τρόπο να σταματήσει την επικοινωνία μου με το Θεό και με το γράψιμο. Έγραφα πονώντας πολύ. Μόλις έκλεινε η πληγή, επαναλαμβανόταν το ίδιο ξανά και ξανά, έτσι έγραφα επί εβδομάδες, αλλά υποφέροντας συγχρόνως.
Όταν πήγα με την οικογένειά μου για διακοπές στην Ταϊλάνδη, επισκεφθήκαμε με βάρκα ένα νησί. Στην επιστροφή, καθώς μπαίναμε στο λιμάνι, η βάρκα κουνήθηκε και έχασα την ισορροπία μου. Για να μην πέσω αρπάχτηκα από το πρώτο πράγμα που βρέθηκε μπροστά μου και ήταν η εξάτμιση της μηχανής που ζεματούσε. Έκαψα ολόκληρη την παλάμη του δεξιού μου χεριού. Η πρώτη σκέψη μου ήταν: «πώς θα γράψω;». Το χέρι μου πρήστηκε, κοκκίνισε και πονούσε πολύ. Απείχαμε μισή ώρα από το ξενοδοχείο αλλά μέχρι να φτάσουμε, το πρήξιμο και ο πόνος είχαν εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε σημάδι εγκαύματος. Ο Κύριος μου είπε αργότερα ότι δεν είχε επιτρέψει στο Σατανά να το παρατραβήξει, γι’ αυτό θεράπευσε το χέρι μου. Ο διάβολος δοκίμασε κι άλλο τρόπο για να με εμποδίσει να γράψω. Φανερώθηκε στο γιο μου, που τότε ήταν δέκα χρονών, στο όνειρό του. Παρουσιάστηκε σαν γέρος και του είπε, καθισμένος κοντά στο κρεβάτι του «Το καλό που σου θέλω, πες της μάνας σου να πάψει να γράφει κι αν δεν ακούσει, θα σου κάνω το ίδιο που της είχα κάνει όταν ήταν μικρή. Θα έρθω όταν θα είσαι ξαπλωμένος, θα σου τραβήξω το κεφάλι προς τα πίσω και θα σε πνίξω».
Αυτό ήταν κάτι που μου συνέβη όταν ήμουν περίπου έξη ετών. Μια νύχτα, είχα δει μπροστά μου ενώ ήμουν ξαπλωμένη, πάνω από το λαιμό μου δυο φοβερά άσχημα γέρικα χέρια. Αμέσως μετά, ένιωσα κάτι να μου τραβάει το κεφάλι προς τα πίσω, εκθέτοντας το λαιμό μου. Μετά, τίποτε. Αυτό όμως με άφησε έντρομη.
Ο Σατανάς με κυνηγούσε από τα παιδικά μου χρόνια. Κάθε νύχτα σχεδόν, όταν ήμουν περίπου έξη ετών, εμφανιζόταν στα όνειρά μου σαν μεγάλος μαύρος σκύλος για να με τρομάξει. Ήταν πάντα το ίδιο όνειρο. Περπατούσα μέσα σε ένα σκοτεινό διάδρομο και στο βάθος ήταν αυτός ο σκύλος που γρύλιζε, έτοιμος να μου ορμήσει και να με κάνει κομμάτια, κι εγώ έτρεχα τρομαγμένη.
Όταν ήμουν περίπου δέκα ετών, είδα στο όνειρό μου τον Ιησού. Ήταν στο βάθος ενός διαδρόμου. Είδα μόνο την εικόνα Του. Φαινόταν ως τη μέση. Μου χαμογελούσε κι έλεγε, « Έλα, έλα σε Μένα ». Ξαφνικά, σα να με άρπαξε ένα άγνωστο ρεύμα που με έφερνε όλο και πιο κοντά Του. Φοβήθηκα αυτό το άγνωστο ρεύμα και ο Ιησούς, βλέποντας το φόβο μου, μου χαμογέλασε. Το ρεύμα με παρέσυρε προς το μέρος Του, ώσπου το πρόσωπό μου κόλλησε στο δικό Του πρόσωπο.
Όταν ήμουν πάλι δώδεκα ετών περίπου, είχα άλλη μια μυστική εμπειρία. Ήταν ο πνευματικός γάμος μου με τον Ιησού. Πάλι σε όνειρο, ήμουν ντυμένη νύφη και γαμπρός ήταν ο Ιησούς. Ήξερα ότι βρισκόταν εκεί, μόνο που δεν μπορούσα να τον δω. Ο κόσμος που παρευρισκόταν μας υποδεχόταν κρατώντας κλαδιά από βάγια. Υποτίθεται ότι βαδίζαμε προς τη γαμήλια τελετή. Αφού τελείωσε ο γάμος, μπήκα σε ένα δωμάτιο. Εκεί ήταν η Παναγία με την Μαγδαληνή και άλλες δυο άγιες γυναίκες. Η Παναγία ήταν χαρούμενη και ήρθε να με αγκαλιάσει. Άρχισε αμέσως να τακτοποιεί το φόρεμά μου και τα μαλλιά μου και κατάλαβα ότι ήθελε να είμαι ευπαρουσίαστη για τον Υιό Της.
|